Ετικέτες
- ΑΟΤ (30)
- γλυκές δημιουργίες (6)
- διακοπές (19)
- διακοπές - εκδρομές (32)
- διάφορα (138)
- ευχές - μηνύματα (108)
- μαθήματα (13)
- σχολείο (27)
- Τρίκαλα (50)
- EΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΟ 11ης ΕΝΟΤΗΤΑΣ (1)
Κυριακή 31 Μαΐου 2015
31η Μαΐου : Παγκόσμια Ημέρα κατά του Καπνίσματος
Σάββατο 30 Μαΐου 2015
Ένας κινέζικος μύθος:Το ραγισμένο δοχείο
Τρίτη 26 Μαΐου 2015
Ένα πολύ επίκαιρο διήγημα του Τσέχωφ για την οικονομική εκμετάλλευση
Ένα πολύ επίκαιρο διήγημα του Τσέχωφ για την οικονομική εκμετάλλευση
Τις προάλλες φώναξα στο γραφείο μου τη δεσποινίδα Ιουλία, τη δασκάλα των παιδιών. Έπρεπε να της δώσω το μισθό της.
– Κάθισε να κάνουμε το λογαριασμό, της είπα. Θα “χεις ανάγκη από χρήματα και συ ντρέπεσαι να ανοίξεις το στόμα σου… Λοιπόν… Συμφωνήσαμε για τριάντα ρούβλια το μήνα…
– Για σαράντα.
– Όχι, για τριάντα, το έχω σημειώσει. Εγώ πάντοτε τριάντα ρούβλια δίνω στις δασκάλες… Λοιπόν, έχεις δύο μήνες εδώ…
– Δύο μήνες και πέντε μέρες…
Σάββατο 23 Μαΐου 2015
Κυριακή 10 Μαΐου 2015
Ο γυφτοδάσκαλος, Αντώνης Τραυλαντώνης
Απόσπασμα:
« Ο γυφτοδάσκαλος» Του Αντώνη Τραυλαντώνη
Απρίλης ήταν. Χαρούμενος ο ήλιος ασήμωνε του
Στρυμόνος τα διάπλατα νερά και με ορμή
γονιμοποιούσε την όμορφη, την πλούσια, την ελεύθερη
πια γη της Ανατολικής μας
Μακεδονίας. Το ένα κοντά στο άλλο περάσαμε τα χωριά
της τα δροσερά κι ευτυχισμένα και
φτάσαμε στο χωριό, όπου έμελλε να περάσουμε τη νύχτα
μας. Πηγαίναμε με το πέμπτο
στρατοδικείο εκστρατείας από το Μακές των Σερρών στη
Μουσθαίνη του Παγγαίου.
Την ιδιαίτερη συντροφιά μου αποτελούσαν, ο του
στρατοδικείου μας, ο βασιλικός
αντεπίτροπος και ο αντεισηγητής, ο μόνος μεταξύ μας
νέος, ο Θανάσης Π., συμπολίτης μου
και φίλος μου, εξαιρετικά αγαπημένος.
Καταλύσαμε σ’ ένα απέραντο παλιό τουρκόσπιτο, όπου
τώρα κατοικούσε μια
πολυάνθρωπη οικογένεια προσφύγων καλομίλητων και
νοικοκυρεμένων.
Την άλλη μέρα περιμένοντας και τα’ άλλο προσωπικό
μείναμε στο ίδιο χωριό και θελήσαμε
να το γνωρίσουμε , γυρίζοντας τα στενά και σκιερά
του μονοπάτια.
Ήταν άλλοτε χωριό τουρκικό, μα τώρα από τον
κατακτητή πεντακοσίων χρόνων άλλο ίχνος
δεν
έμεινε παρά δύο τρία τζαμιά .
Στο μεσοχώρι βρήκαμε καθισμένους στο πεζούλι να
δροσίζονται από τον ίσκιο το βαθύ ,
ενός πλάτανου και το νεράκι που κελάρυζε σ’ ένα
πλατύ και καθαρό αυλάκι , λίγους γέρους
καθαρούς αν και φτωχοντυμένους.
Προσηκώθηκαν, τους είπαμε να καθίσουν, και πιάσαμε
κουβέντα.
Ο καθένας από μας είχε κάτι ενδιαφέρον να ρωτήσει.
Εγώ ρώτησα που είναι το σχολείο
τους. Μου έδειξαν ένα σπίτι στερεό, με έναν απέραντο
κήπο, μας είπαν ότι ήταν άλλοτε
τούρκικο σχολείο.
- Και τι έχετε; Δάσκαλο η δασκάλα; Ρώτησε κάποιος
από εμάς.
- Ούτε δάσκαλο, ούτε δασκάλα, είπε ο πιο ομιλητικός
από τους γέρους, ίσως ο Πρόεδρος.
- Γιατί;
- Γιατί δεν μας έστειλε η Κυβέρνηση.
- Άκου τα, κύριε εκπαιδευτικέ σύμβουλε, μου είπε ο
πρόεδρος.
- Ίσως, είπα, επειδή είναι όλοι ελληνόφωνοι εδώ,
και έχουμε μεγάλη έλλειψη από
Σάββατο 2 Μαΐου 2015
Σώπα δάσκαλε!!!
Στην Τρίτη τάξη είχαμε δάσκαλο τον
Περίανδρο Κρασάκη. Αυτός είχε μανία με την καθαριότητα. Κάθε μέρα
επιθεωρούσε τα χέρια μας, τα’ αυτιά μας, τη μύτη, τα δόντια, τα νύχια.
Δεν έδερνε, δεν παρακαλούσε, μα έλεγε:
–Ζώα, αν δεν πλένεστε κάθε μέρα με
σαπούνι, δε θα γίνετε ποτέ σας ανθρώποι. Τι θα πει μαθές άνθρωπος; Αυτός
που πλένεται με σαπούνι. Τα μυαλό δε φτάνει, κακομοίρηδες, χρειάζεται
και σαπούνι. Πώς θα παρουσιαστείτε στο Θεό με τέτοια χέρια; Πηγαίνετε
έξω στην αυλή να πλυθείτε.
Ώρες μας έπαιρνε τ’ αυτιά ποια φωνήεντα
είναι μακρά, ποια βραχέα και τι τόνο να βάλουμε, οξεία ή περισπωμένη. Κι
εμείς ακούγαμε τις φωνές στο δρόμο, τους μανάβηδες, τους κουλουρτζήδες,
τα γαϊδουράκια που γκάριζαν και τις γειτόνισσες που γελούσαν και
περιμέναμε πότε να χτυπήσει το κουδούνι, να γλιτώσουμε. Κοιτάζαμε το
δάσκαλο να ιδρώνει απάνω στην έδρα, να λέει, να ξαναλέει και να θέλει να
καρφώσει στο μυαλό μας τη γραμματική, μα ο νους μας ήταν έξω στον ήλιο
και στον πετροπόλεμο. Γιατί πολύ αγαπούσαμε τον πετροπόλεμο και συχνά
πηγαίναμε στο σκολειό με το κεφάλι σπασμένο.
Μια μέρα, ήταν άνοιξη, χαρά Θεού, τα
παράθυρα ήταν ανοιχτά κι έμπαινε η μυρωδιά από μιαν ανθισμένη μανταρινιά
στο αντικρινό σπίτι. Το μυαλό μας είχε γίνει κι αυτό ανθισμένη
μανταρινιά και δεν μπορούσαμε πια ν’ ακούμε για οξείες και περισπωμένες.
Κι ίσια ίσια ένα πουλί είχε καθίσει στο πλατάνι της αυλής του σκολειού
και κελαηδούσε. Τότε πια ένας μαθητής, χλωμός, κοκκινομάλλης, που ’χε
έρθει εφέτο από το χωριό, Νικολιό τον έλεγαν, δε βάσταξε, σήκωσε το
δάχτυλο:
–Σώπα, δάσκαλε, φώναξε. Σώπα, δάσκαλε, ν’ ακούσουμε το πουλί!
Παρασκευή 1 Μαΐου 2015
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)