Τα παιδιά στο διπλανό δωμάτιο σχεδίασαν το σπήλαιο και τη Φάτνη. Μέσα τοποθέτησαν μια μεγάλη κι ωραία εικόνα με τη Γέννηση του Χριστού. Όλα πήραν μέρος στη Χριστουγεννιάτικη αυτή γιορτή, για να ευχαριστήσουν  τον παππού. Το σπήλαιο φωτιζόταν με αναμμένα κεράκια. Έχυναν τέτοιο φως που κανένας νόμιζε πως βρίσκεται σε σπήλαιο αληθινό.
Ο παππούς κοιτάζει και δεν  μπορεί να κρατήσει, τη συγκίνηση του. Σηκωνει το χερι και κάνει το σταυρό του.
Τα παιδιά ψέλνουν:
«Η Παρθένος σήμερον τον Υπερούσιον τίκτει…»
Τα τροπάρια αυτά τα είχαν μάθει στο σχολείο. Και τη γιορτή εκεί την είχαν δει και τώρα την έκαμαν στο σπίτι. Γι αυτό και την σχεδίασαν  καλά. Απ΄ όλες τις φωνές πιο γλυκειά είναι του Λάμπρου. Αυτός ήταν το πιο μικρό εγγόνι του παππού.
Άμα τελείωσε η γιορτή, ο παππούς πήρε τα εγγόνια κοντά του και τα χάιδεψε. Με δυσκολία έβρισκε λόγια να τα ευχαριστήσει.
Τέτοια ωραία χριστουγεννιάτικη γιορτή ο παππούς δεν είχε ξαναγιορτάσει.