Τα Χριστούγεννα του γερο-Μάνθου
Είναι παραμονή των Χριστουγέννων. Ο γερο – Μάνθος κατέβηκε από τα κτήματα του στο χωριό. Θέλει να γιορτάσει τη μεγάλη γιορτή με τα παιδιά του, να πάει και στην εκκλησία να μεταλάβει. Στο χωριό έχει μεγάλους γιους και δώδεκα εγγόνια.
Τη νύχτα που χτύπησε η καμπάνα, όλοι ξεκίνησαν για την εκκλησία. Ο παππούς φορεί την καινούρια φορεσιά του και περπατεί καμαρωτός.
Στην εκκλησία άναψε μια μεγάλη λαμπάδα.
Προσκύνησε κι ασπάστηκε την εικόνα με τη Γέννηση του Χριστού. Τα παιδιά πήγαν κοντά
στον ψάλτη να βοηθήσουν. Ψέλνουν μαζί του.
«Ή γέννησίς Σου, Χριστέ ό Θεός ημών…»
Τι γλυκά που ακούγονται οι ψαλμωδίες! Τι ωραίες που είναι οι άγιες ευχές, που διαβάζει ο παπα-Νικόλας! Ο παππούς όλα τα παρακολουθεί με προσοχή.
Όταν η θεία λειτουργία τελείωσε, ο γερο-Μάνθος πλησίασε και κοινώνησε. Έπειτα ο παπα – Νικόλας κοινώνησε και τα παιδιά και τους άλλους και τους έδωσε αντίδωρο.
Γεμάτοι άπ’ τη χάρη του Θεού γυρίζουν τώρα όλοι στο σπίτι. Αρχίζει πια να χαράζει. Οι πετεινοί διαλαλούν πως ξημέρωσε. Κικιρίκου! κικιρίκου!
Ο παππούς κάθεται στη γωνιά. Όλοι σκύβουν και του φιλούν το χέρι. Πρώτα οι νύφες, ύστερα οι γιοί, ύστερα τα εγγόνια.
— Χρόνια πολλά, παππού! Να μας ζήσεις! Να γιορτάσουμε και του χρόνου καλά Χριστούγεννα!
Ο παππούς συγκινημένος τους δίνει την ευχή του.
Είναι παραμονή των Χριστουγέννων. Ο γερο – Μάνθος κατέβηκε από τα κτήματα του στο χωριό. Θέλει να γιορτάσει τη μεγάλη γιορτή με τα παιδιά του, να πάει και στην εκκλησία να μεταλάβει. Στο χωριό έχει μεγάλους γιους και δώδεκα εγγόνια.
Τη νύχτα που χτύπησε η καμπάνα, όλοι ξεκίνησαν για την εκκλησία. Ο παππούς φορεί την καινούρια φορεσιά του και περπατεί καμαρωτός.
Στην εκκλησία άναψε μια μεγάλη λαμπάδα.
Προσκύνησε κι ασπάστηκε την εικόνα με τη Γέννηση του Χριστού. Τα παιδιά πήγαν κοντά
στον ψάλτη να βοηθήσουν. Ψέλνουν μαζί του.
«Ή γέννησίς Σου, Χριστέ ό Θεός ημών…»
Τι γλυκά που ακούγονται οι ψαλμωδίες! Τι ωραίες που είναι οι άγιες ευχές, που διαβάζει ο παπα-Νικόλας! Ο παππούς όλα τα παρακολουθεί με προσοχή.
Όταν η θεία λειτουργία τελείωσε, ο γερο-Μάνθος πλησίασε και κοινώνησε. Έπειτα ο παπα – Νικόλας κοινώνησε και τα παιδιά και τους άλλους και τους έδωσε αντίδωρο.
Γεμάτοι άπ’ τη χάρη του Θεού γυρίζουν τώρα όλοι στο σπίτι. Αρχίζει πια να χαράζει. Οι πετεινοί διαλαλούν πως ξημέρωσε. Κικιρίκου! κικιρίκου!
Ο παππούς κάθεται στη γωνιά. Όλοι σκύβουν και του φιλούν το χέρι. Πρώτα οι νύφες, ύστερα οι γιοί, ύστερα τα εγγόνια.
— Χρόνια πολλά, παππού! Να μας ζήσεις! Να γιορτάσουμε και του χρόνου καλά Χριστούγεννα!
Ο παππούς συγκινημένος τους δίνει την ευχή του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου