Η πέμπτη δημοτικού έστεκε όρθια
μπροστά του.
— Καλημέρα, είπε. Είμαι ο δάσκαλος σας.
— Και πώς σε λένε, ρε;
Ο δάσκαλος με τα μάτια έψαξε να βρει τη φωνή. Ο μαθητής είχε κοντοκουρεμένο
μαλλί και το πρόσωπο του ήταν πασαλειμμένο σκόνη και μύξες.
— Καλημέρα, είπε. Είμαι ο δάσκαλος σας.
— Και πώς σε λένε, ρε;
Ο δάσκαλος με τα μάτια έψαξε να βρει τη φωνή. Ο μαθητής είχε κοντοκουρεμένο
μαλλί και το πρόσωπο του ήταν πασαλειμμένο σκόνη και μύξες.
Ο δάσκαλος τον πλησίασε κι έκανε να του χαϊδέψει
το κεφάλι, όμως το αγόρι
τραβήχτηκε προς τα πίσω.
τραβήχτηκε προς τα πίσω.
—
Και σένα πώς σε λένε;
—
Πασχάλη, ρε.
— Εμένα με λένε Γιώργο. Χαίρω πολύ, Πασχάλη
Ρε.
— Πασχάλη, χωρίς Ρε.
—
Πασχάλη με λεν, βροντοφώναξε το αγόρι. Πασχάλη
Στέργιου.
Ο καινούριος δάσκαλος ήταν ψηλός, γεροδεμένος και όμορφος, καλά καλά ούτε τριάντα χρονών. Ήρεμος
Ο καινούριος δάσκαλος ήταν ψηλός, γεροδεμένος και όμορφος, καλά καλά ούτε τριάντα χρονών. Ήρεμος
Ο
Πασχάλης συνέχισε:
—
Χάπια πίνεις;
Η ερώτηση έμεινε ξεκρέμαστη. Τι να 'θελε να
πει ο πιτσιρικάς;
—
Όχι, του απάντησε ο δάσκαλος.
—
Κι ο άλλος δεν έπινε χάπια, όμως στο τέλος. Τα
παιδιά γέλασαν.
—
Και τι θα κάνεις χωρίς χάρακα;
Άλλη ερώτηση του Πασχάλη που μπέρδευε το
δάσκαλο.
— Και τι σχέση έχει ο χάρακας με τα χάπια; Ένα
κορίτσι, ψηλό για την τάξη του, μελαχρινό με κοκάλινες πεταλούδες στα μαλλιά, σήκωσε το
χέρι να μιλήσει:
—
Με λένε Ειρήνη. Ο άλλος μας δάσκαλος όλο
χτυπούσε το χάρακα πάνω στην έδρα και φώναζε «σκασμός», ώσπου έσπασε στα δυο ο
χάρακας. Με το χάρακα βαρούσε τον Πασχάλη. Στο τέλος όλο χάπια έπινε.
—
Εγώ δε θα χρειαστώ χάπια, ούτε και χάρακα.
—
Πιάσ' τ' αυγό και κούρευ' το, τον προκάλεσε ο
Πασχάλης. Άντε γεια.
Κούνησε το χέρι του και βγήκε με το πάσο του
από την τάξη.
Ο δάσκαλος δεν τον εμπόδισε. Ήταν η
πρώτη σύγκρουση.
...
...
Ο δάσκαλος κρατούσε στο κάθε χέρι από
μια μεγάλη φουσκωμένη σακούλα, ανέβηκε στο βάθρο και τις ακούμπησε κάτω από το μαυροπίνακα.
— Τι ’ναι τούτες οι σακούλες; παραξενεύτηκαν οι μαθητές κι έτριξαν τα θρανία. Ο Πασχάλης ψιθύρισε στο Λευτέρη:
— Τι ’ναι τούτες οι σακούλες; παραξενεύτηκαν οι μαθητές κι έτριξαν τα θρανία. Ο Πασχάλης ψιθύρισε στο Λευτέρη:
— Αλλού γι' αλλού ο άνθρωπος...
Ο δάσκαλος κάθισε στην έδρα του, έκανε να
μιλήσει, δε μίλησε, σηκώθηκε, προχώρησε
ως την άκρη του βάθρου και τότε είπε:
ως την άκρη του βάθρου και τότε είπε:
—
Παιδιά μου, σήμερα θα κλέψω λίγη ώρα από το
μάθημα ιστορίας γιατί έχω να σας πω κάτι σημαντικό.
Οι μαθητές τέντωσαν τ' αυτιά τους. Ούτε ένα κιχ.
—
Σας έφερα βιβλία. Όχι σχολικά. Βιβλία που
έγραψαν συγγραφείς για παιδιά, παραμύθια και μυθιστορήματα. Τα διάβαζα όταν
ήμουν μαθητής του δημοτικού και του γυμνασίου. Θα σας τα μοιράσω κι αν θέλετε
τα διαβάζετε. Λέω ΑΝ ΘΕΛΕΤΕ, γιατί τα εξωσχολικά βιβλία δεν πρέπει
αναγκαστικά να τα διαβάζετε. Όλη σας η μέρα είναι γεμάτη ΠΡΕΠΕΙ. ΠΡΕΠΕΙ
να σηκωθείτε νωρίς το πρωί για να πάτε σχολείο, ΠΡΕΠΕΙ να διαβάσετε ιστορία, γεωγραφία,
συντακτικό, ΠΡΕΠΕΙ να λύσετε τις ασκήσεις των μαθηματικών, ΠΡΕΠΕΙ να είστε υπάκουοι, φρόνιμοι,
προσεκτικοί την ώρα του μαθήματος, ΠΡΕΠΕΙ, ΠΡΕΠΕΙ, ΠΡΕΠΕΙ... Αμάν! Ε λοιπόν, το εξωσχολικό, ένα
μυθιστόρημα, λόγου χάρη, δεν είναι ένα ΠΡΕΠΕΙ, αλλά ένα ΘΕΛΩ. ΑΝ ΘΕΛΕΤΕ το ξεφυλλίζετε και το διαβάζετε, ΑΝ ΘΕΛΕΤΕ πηδάτε σελίδες κι αν δε σας
διασκεδάζει το παρατάτε. Το εξωσχολικό βιβλίο είναι παιχνίδι, κανένας δεν πρόκειται
να σας βαθμολογήσει.
...
— Την άλλη βδομάδα θα παρακολουθήσει το μάθημα
των ελληνικών ο σχολικός
σύμβουλος κι απο-φάσισα, έτσι ξαφνικά, να βάλω στους μαθητές μου να διαβάσουν, ή
μάλλον να παίξουν, Τον Νεκρού Αδερφού, το δημοτικό τραγούδι. Δεν ήξερα πώς να τα
καταφέρω. Το διάβασα πρώτα εγώ, ολόκληρο παρακαλώ, κι όλο περίμενα κάποια
αντίδραση βαρεμάρας ή ανυπομονησίας. Ε λοιπόν, μ' άκουγαν σιωπηλοί. Μόνο στο
τέλος σφύριξε ο ψηλός, αλλά μάλλον επαινετικό ήταν το σφύριγμα του. Κι ύστερα
βούτηξα στα βαθιά νερά. Μοίρασα τους ρόλους. Αφηγητής, είπα, θα είναι ο Τάκης, και
δεν είπε όχι ο μάγκας, ούτε σφύριξε, κι έπειτα, αποφασιστικά, είπα να κάνει ο Πασχάλης
τον Κωνσταντή. Να τον έβλεπες, Ελένη, πώς κοκκίνισε! Διάλεξα μια μικρή, η αλήθεια,
λίγο συνεσταλμένη, τη Φωτεινή, να κάνει τη μάνα κι εκείνη έβαλε τα κλάματα, δεν
ήθελε. Κι αμέσως πετάχτηκε η Ειρήνη, αυτή κι αν ήθελε! Την Αρετή θα την παίξει η
Μαρία του φούρναρη…..
σύμβουλος κι απο-φάσισα, έτσι ξαφνικά, να βάλω στους μαθητές μου να διαβάσουν, ή
μάλλον να παίξουν, Τον Νεκρού Αδερφού, το δημοτικό τραγούδι. Δεν ήξερα πώς να τα
καταφέρω. Το διάβασα πρώτα εγώ, ολόκληρο παρακαλώ, κι όλο περίμενα κάποια
αντίδραση βαρεμάρας ή ανυπομονησίας. Ε λοιπόν, μ' άκουγαν σιωπηλοί. Μόνο στο
τέλος σφύριξε ο ψηλός, αλλά μάλλον επαινετικό ήταν το σφύριγμα του. Κι ύστερα
βούτηξα στα βαθιά νερά. Μοίρασα τους ρόλους. Αφηγητής, είπα, θα είναι ο Τάκης, και
δεν είπε όχι ο μάγκας, ούτε σφύριξε, κι έπειτα, αποφασιστικά, είπα να κάνει ο Πασχάλης
τον Κωνσταντή. Να τον έβλεπες, Ελένη, πώς κοκκίνισε! Διάλεξα μια μικρή, η αλήθεια,
λίγο συνεσταλμένη, τη Φωτεινή, να κάνει τη μάνα κι εκείνη έβαλε τα κλάματα, δεν
ήθελε. Κι αμέσως πετάχτηκε η Ειρήνη, αυτή κι αν ήθελε! Την Αρετή θα την παίξει η
Μαρία του φούρναρη…..
Και ο σχολικός σύμβουλος, ο κύριος Μάριος
Χρηστίδης, έδωσε θερμά συγχαρητήρια στο
δάσκαλο:
δάσκαλο:
— Ο τρόπος που προσέγγισαν οι μαθητές το δημοτικό
τραγούδι ήταν λίαν επιτυχής. Το
μάθημα έγινε παιχνίδι και το παιχνίδι γνώση. Ό,τι καλύτερο η συλλογική εργασία στο
σχολείο.
μάθημα έγινε παιχνίδι και το παιχνίδι γνώση. Ό,τι καλύτερο η συλλογική εργασία στο
σχολείο.
Ζωρζ
Σαρή, Ο κύριός μου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου